ἀτύχησε

ἀτύχησε
ἀ̱τύχησε , ἀτυχέω
to be unfortunate
aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀτυχέω
to be unfortunate
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αινοτόκεια — αἰνοτόκεια, η (Μ) αυτή που ατύχησε στη μητρότητα, η άτυχη μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + τόκεια < τίκτω] …   Dictionary of Greek

  • δύσγαμος — δύσγαμος, ον (Α) 1. αυτός που ατύχησε στον γάμο του 2. φρ. «γάμος δύσγαμος» άτυχος γάμος 3. «δύσγαμον αἶσχος» προσβολή από γάμο που βγήκε σε κακό …   Dictionary of Greek

  • δύσδαμαρ — δύσδαμαρ( ρτος), ο (Α) αυτός που έχει κακή σύζυγο, που ατύχησε στον γάμο του …   Dictionary of Greek

  • μέλεος — (I) ο (Μ μελεός) βλ. μέλεγος. (II) μέλεος, α, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αδιάφορος, άχρηστος («οὐδὲ τί σε χρὴ ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν», Ομ. Ιλ.) 2. άκαρπος, ανώφελος, άσκοπος 3. (ως προσφώνηση) δυστυχισμένος, άθλιος, ελεεινός («ὦ μέλεοι, τὶ… …   Dictionary of Greek

  • Βιλνέβ, Πιερ ντε- — (Pierre de Villeneuve,1763 – 1806).Γάλλος ναύαρχος. Υποναύαρχος από το 1793, διασώθηκε με δύο δίκροτα και δύο φρεγάτες από την καταστροφή του Αμπουκίρ (1798). Εκτιμώντας τις ικανότητές του, ο Ναπολέοντας τον προβίβασε σε αντιναύαρχο και του… …   Dictionary of Greek

  • Κεκαυμένος — Επώνυμο βυζαντινών στρατηγών. 1. Κατακαλών (τέλη 10ου – αρχές 11ου αι.). Πήρε μέρος στους πολέμους εναντίον των Βουλγάρων που διεξήγαγε ο αυτοκράτορας Βασίλειος B’ ο Βουλγαροκτόνος (976 1025) και στη νικηφόρα εκστρατεία του στρατηγού Γ. Μανιάκη… …   Dictionary of Greek

  • Μπάκιγχαμ — (Buckingham). Τίτλος ευγενείας που δόθηκε σε μέλη επιφανών οικογενειών της Αγγλίας (11ος 19ος αι.). Τα σημαντικότερα πρόσωπα από αυτά είναι: 1. Τζον Σέφιλντ, μαρκήσιος του Νόρμανμπι, δούκας του – (1648 1721). Άγγλος ευπατρίδης και πολιτικός. Σε… …   Dictionary of Greek

  • Σιγισμούνδος — I Βασιλιάς της Ουγγαρίας και αυτοκράτορας της Γερμανίας, τελευταίος εκπρόσωπος του οίκου του Λουξεμβούργου, δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Κάρολου Δ’ (1368 1437). Το 1385 παντρεύτηκε τη Μαρία, κόρη και κληρονόμο του βασιλιά της Πολωνίας και… …   Dictionary of Greek

  • Σινάν Πασάς — Βεζύρης της Τουρκίας. Έζησε το 16o αι. Αλβανός ως προς την καταγωγή, φοίτησε στη σχολή του σουλτανικού σαραγιού και διορίστηκε έπειτα σε διάφορες διοικητικές υπηρεσίες. Διατέλεσε γενικός διοικητής πολλών επαρχιών μεταξύ των οποίων και της… …   Dictionary of Greek

  • ατυχώ — ησα, δεν έχω τύχη, δεν πετυχαίνω, πέφτω έξω: Ατύχησε στις επιχειρήσεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”